ξεθάπτω
Смотреть что такое "ξεθάπτω" в других словарях:
εκθάπτω — και ξεθάπτω και ξεθάβω (AM ἐκθάπτω) 1. βγάζω από τον τάφο 2. γεν. ξεχώνω κάτι καλά κρυμμένο νεοελλ. ανακαλύπτω κάτι χαμένο ή λησμονημένο … Dictionary of Greek
ξεθάβω — και ξεθάφτω και ξεθάπτω 1. βγάζω κάποιον ή κάτι από τον τάφο, κάνω εκταφή 2. ανακαλύπτω και εμφανίζω κάτι λησμονημένο ή κρυμμένο («πού τά ξέθαψες όλα αυτά;») … Dictionary of Greek