ξεθάπτω

ξεθάπτω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεθάπτω" в других словарях:

  • εκθάπτω — και ξεθάπτω και ξεθάβω (AM ἐκθάπτω) 1. βγάζω από τον τάφο 2. γεν. ξεχώνω κάτι καλά κρυμμένο νεοελλ. ανακαλύπτω κάτι χαμένο ή λησμονημένο …   Dictionary of Greek

  • ξεθάβω — και ξεθάφτω και ξεθάπτω 1. βγάζω κάποιον ή κάτι από τον τάφο, κάνω εκταφή 2. ανακαλύπτω και εμφανίζω κάτι λησμονημένο ή κρυμμένο («πού τά ξέθαψες όλα αυτά;») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»